φρακτήρας

φρακτήρας
ο, Ν
τεχνολ. όργανο με το οποίο κλείνει ερμητικά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράκ-της) + κατάλ. -τήρας*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”